-
1 παν-ακής
παν-ακής, ές, allheilend, Alles heilend; φάρμακον, Callim. 14 (XII, 150); ποτάμιον πάνακες προς τὰς νόσους, Strab. 6, 3, 9; τὸ πανακέστατον φάρμακον, Philo; πανακές od. πάνακες, = πανάκεια.
1 παν-ακής
παν-ακής, ές, allheilend, Alles heilend; φάρμακον, Callim. 14 (XII, 150); ποτάμιον πάνακες προς τὰς νόσους, Strab. 6, 3, 9; τὸ πανακέστατον φάρμακον, Philo; πανακές od. πάνακες, = πανάκεια.